απλοχεριά

απλοχεριά
η
1) щедрость; расточительность;

μ' απλοχεριά — щедрой рукой;

2) горсть, пригоршня

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απλοχεριά" в других словарях:

  • απλοχεριά — απλοχεριά, η και απλόχερο, το και πλόχερο, το όσο χωράει η παλάμη του χεριού, φουχτιά: Έριξε μερικά απλόχερα καλαμπόκι στις κότες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απλοχεριά — η 1. η γενναιοδωρία 2. όσο χωράει στη χούφτα («μια απλοχεριά αλεύρι») 3. η τάση κάποιου να κλέβει …   Dictionary of Greek

  • αβερτοσύνη — η [αβέρτος] 1. ειλικρίνεια, ανυστεροβουλία 2. ευπροσηγορία, προθυμία 3. απλοχεριά, κουβαρντοσύνη …   Dictionary of Greek

  • απλότητα — (Φιλοσ.).Φιλοσοφικός όρος, που δηλώνει την προσπάθεια της ανθρώπινης γνώσης να φτάσει στις πρώτες αρχές, που υποτίθεται ότι είναι απλές. Την αρχή της α. χρησιμοποίησε ο Κέπλερ (η φύση αγαπά την α.) και την α. της μονάδας δίδαξε ο Λάιμπνιτς. Κατά… …   Dictionary of Greek

  • αφειδία — η (AM ἀφειδία) [αφειδής] έλλειψη φειδούς, αφθονία, απλοχεριά (αρχ.μσν.) η σκληραγωγία (του σώματος) μσν. η υπερβολή, η έλλειψη λιτότητας …   Dictionary of Greek

  • γενναιοδωρία — η [γενναιόδωρος] η άφθονη παροχή δώρων, απλοχεριά …   Dictionary of Greek

  • γενναιότητα — η (AM γενναιότης) [γενναίος] μεγαλοφροσύνη, ανδρεία νεοελλ. γενναιοδωρία, απλοχεριά αρχ. 1. ευγενική καταγωγή, ευγένεια 2. (για τη γη) ευφορία …   Dictionary of Greek

  • ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • καταχεριά — η χτύπημα με ανοιχτό χέρι, μπάτσος, χαστούκι, ράπισμα, καρπαζιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χεριά (< χεριά < χερ έα < χέρ ιον < χείρ), πρβλ. απλοχεριά, σφιχτο χεριά] …   Dictionary of Greek

  • κουβαρντάς — και κουβαρδάς και χουβαρδάς, ο 1. αυτός που ξοδεύει με απλοχεριά για τους άλλους, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος 2. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντζές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda] …   Dictionary of Greek

  • κουβαρνταλίκι — και κουβαρδαλίκι και χουβαρνταλίκι, το απλοχεριά, γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda lik] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»